-
1 διευθυντής
ο, διευθύντρια η1) управляющий, директор, -риса; заведующей; -ая; начальник, -ца, руководитель, -ница; 2) высшее должностное лицо (государственных учреждений, полиции);§ διευθυντής ορχήστρας — дирижёр (оркестра)
-
2 διευθυντής
[диэфтиндис] ουσ. а. директор,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διευθυντής
-
3 διευθυντής
[диэфтиндис] ουσ α директор. -
4 διευθυντής
1) directeur2) gérant -
5 διευθυντής
1) dyrektor (m) rzecz.2) kierownik (m) rzecz.3) reżyser (m) rzecz. -
6 διευθυντής
1) direktor2) ředitel3) správce4) vedoucí -
7 διευθυντής
managerΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > διευθυντής
-
8 direktör
διευθυντής, σκηνοθέτης -
9 müdür
διευθυντής, διοικητής, πραΐστάμενος -
10 directeur
διευθυντής -
11 direktor
διευθυντής -
12 ředitel
διευθυντής -
13 manager
διευθυντής -
14 dyrektor
διευθυντής -
15 reżyser
διευθυντής -
16 начальник
начальник м о διοικητής, ο διευθυντής· \начальник станции о σταθμάρχης* \начальник отдела о διευθυντής του τμήματος* * *мο διοικητής, ο διευθυντήςнача́льник ста́нции — ο σταθμάρχης
нача́льник отде́ла — ο διευθυντής του τμήματος
-
17 заведующий
-его α.-ая, -ей θ. διευθυ-τής, -τρία, διαχειριστής•заведующий библиотекой διευθυντής βιβλιοθήκης•
заведующий хозяйственной частью διευθυντής οικονομικού τομέα, γενικός διαχειριστής•
заведующий отделом διευθυντής τμήματος, τμηματάρχης.
-
18 администратор
-
19 директор
-
20 дирижёр
См. также в других словарях:
διευθυντής — ο (θηλ. διευθύντρια, η) [διευθύνω] 1. προϊστάμενος υπηρεσίας, επιχειρήσεως ή ιδρύματος 2. ανώτατος βαθμός τής ιεραρχίας τών δημόσιων υπαλλήλων … Dictionary of Greek
διευθυντής — ο θηλ. διευθύντρια 1. ο προϊστάμενος μιας υπηρεσίας ή ενός ιδρύματος. 2. ανώτερος υπαλληλικός βαθμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαιτητής — Διευθυντής αθλητικού αγώνα, που επιβλέπει τη διεξαγωγή του ώστε να τηρούνται οι κανονισμοί. Ο δ. έχει, επομένως, το δικαίωμα να τιμωρεί τα σφάλματα και να επικυρώνει το τελικό αποτέλεσμα. Το έργο του δ. βοηθούν πάντα οι αξιωματούχοι του αγώνα (οι … Dictionary of Greek
Κάραγιαν, Χέρμπερτ φον- — (Herbert von Karajan, Σάλτσμπουργκ 1908 – 1989). Αυστριακός διευθυντής ορχήστρας, ελληνικής καταγωγής. Σπούδασε στο Μοτσαρτέουμ του Σάλτσμπουργκ και μαθήτευσε κοντά στον Σαλκ ως διευθυντής ορχήστρας στη Βιέννη. Σε ηλικία 19 ετών διηύθυνε χωρίς… … Dictionary of Greek
Γουίλιαμς, Τζον — (John Williams, Λονγκ Άϊλαντ 1932 –). Αμερικανός συνθέτης κινηματογραφικής μουσικής και διευθυντής ορχήστρας. Ο Γ. θεωρείται ο πιο διάσημος, ο πιο εμπορικός και πολυβραβευμένος κινηματογραφικός συνθέτης όλων των εποχών. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Μάλερ, Γκούσταφ — (Gustav Mahler, Κάλιστς Βοημίας 1860 – Βιέννη 1911). Αυστριακός συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας. Οι γονείς του, οι οποίοι είχαν άλλα δέκα παιδιά, ήταν εβραϊκής καταγωγής. Ο πατέρας του ήταν εστιάτορας περιορισμένης μόρφωσης, ενώ η μητέρα του… … Dictionary of Greek
Μπαρμπιρόλι, Τζον — (Sir John Barbirolli, Λονδίνο 1899 – 1970). Άγγλος διευθυντής ορχήστρας. Διακρίθηκε αρχικά ως βιολοντσελίστας στο Λονδίνο στις ορχήστρες του Queen’s Theatre και του Covent Garden. Άρχισε τη σταδιοδρομία του ως διευθυντής ορχήστρας το 1924 με ένα… … Dictionary of Greek
Οικονομίδης, Φιλοκτήτης — (Αθήνα 1889 – 1957). Έλληνας αρχιμουσικός. Σπούδασε μουσικός στο Ωδείο Αθηνών και παράλληλα παρακολούθησε τη νομική σχολή του Πανεπιστήμιου Αθηνών, στην οποία αργότερα ανακηρύχθηκε διδάκτωρ. Ο Ο. ξεκίνησε τη μουσική του σταδιοδρομία σε αρκετά… … Dictionary of Greek
Πουρνάρας, Ανδρέας — (1896 – 1972). Δημοσιογράφος, συγγραφέας και εκδότης από το Μεγάλο Χωριό της Ευρυτανίας. Εργάστηκε αρχικά ως συντάκτης, αρχισυντάκτης και διευθυντής ημερήσιων αθηναϊκών εφημερίδων. Διετέλεσε πρόεδρος της Ένωσης Δημοσιογράφων (1931 34), ιδιοκτήτης … Dictionary of Greek